δημογραφικό πρόβλημα

δημογραφικό πρόβλημα
Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’ απώλετο διά την ολιγανθρωπίαν». Πραγματικά, κανένα έθνος (πόλις) δεν μπορεί να επιζήσει αν δεν πιστεύει στη ζωή. Η θεώρηση αυτή είχε την απαρχή της στην αρχαία Ελλάδα και την εφαρμογή της στη νεότερη, όπου το δ.π. έχει λάβει σοβαρές διαστάσεις. Η δημογραφική κατάσταση της Ελλάδας. Η πληθυσμιακή εξέλιξη της νεότερης Ελλάδας δείχνει καθαρά μία εξέλιξη από υψηλούς σε χαμηλούς δείκτες γεννήσεων και θανάτων, καθώς και μία δημογραφική σταθερότητα τα τελευταία χρόνια (πίνακας 1). Οι διαπιστώσεις αυτές μας οδηγούν στην αποδοχή μιας εξελικτικής διαδικασίας με τέσσερα στάδια, γνωστής στην επιστήμη και ως διαδικασία δημογραφικής εξέλιξης. Το πρώτο στάδιο μεταξύ 1820 και 1910 χαρακτηρίζεται από υψηλή πληθυσμιακή στασιμότητα, αποτέλεσμα των υψηλών συντελεστών γεννητικότητας και θνησιμότητας (οι γεννήσεις υπερβαίνουν τις 40-50 και οι θάνατοι τους 30-35 στους 1.000 κατοίκους). Το δεύτερο στάδιο μεταξύ 1910 και 1940 παρουσιάζει επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης του ελληνικού πληθυσμού, που οφείλεται στη μείωση της θνησιμότητας (η υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων είναι στο επίπεδο των 8-13 σε 1.000 κατοίκους). Το τρίτο στάδιο, μεταξύ 1940 και 1980, αποτελεί μία περίοδο σημαντικής πληθυσμιακής αύξησης, αποτέλεσμα της συνεχούς αλλά διαφοροποιημένης μείωσης των δύο αυτών συντελεστών. Το τέταρτο και τελευταίο στάδιο, από το 1980 μέχρι σήμερα, φανερώνει χαμηλή πληθυσμιακή σταθερότητα εξαιτίας της διαρκούς μείωσης του συντελεστή γεννητικότητας και της παράλληλης αύξησης του συντελεστή θνησιμότητας λόγω γήρανσης. Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό πως οι μεταβολές αποτελούν το κυρίαρχο στοιχείο της εξέλιξης της Ελλάδας από την ανεξαρτησία της μέχρι σήμερα. Εκείνο, όμως, που είναι σημαντικότερο είναι οι ανακατατάξεις της τελευταίας περιόδου, οι οποίες είναι ποιοτικά πολύ διαφορετικές από αυτές των προηγούμενων ετών. Γεννητικότητα – γονιμότητα.Πιο συγκεκριμένα, μετά το 1981 παρατηρείται μία σταδιακή μείωση της γεννητικότητας-γονιμότητας του πληθυσμού, με ρυθμό που δεν έχει σημειωθεί άλλη φορά στον ελληνικό χώρο. Ενώ οι γεννήσεις παρέμειναν σχεδόν σταθερές σε απόλυτους αριθμούς σε όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου (γύρω στις 150.000 τον χρόνο, όσες ήταν και το 1980), μετά το 1980 άρχισαν να μειώνονται, φθάνοντας το 1999 μόλις τις 100.000. Οι αριθμοί αυτοί μεταφράζονται σε ποσοστό μείωσης που φθάνει το 32% στη διάρκεια 18 μόνο ετών (πίνακας 2). Το μέγεθος των αλλαγών στη γονιμότητα του πληθυσμού της χώρας μας γίνεται αντιληπτό πιο παραστατικά μέσα από δύο συγκριτικούς δείκτες. Ο πρώτος, γνωστός και ως συντελεστής γεννητικότητας, δείχνει τον αριθμό γεννήσεων επί 1.000 κατοίκων, μέθοδος με την οποία αποφεύγονται τα τυχόν παραπλανητικά συμπεράσματα, καθώς ο αριθμός των γεννήσεων εξετάζεται σε συνάρτηση με το συνολικό μέγεθος του πληθυσμού. Ο δείκτης αυτός δείχνει ότι μεταπολεμικά οι γεννήσεις μειώθηκαν περισσότερο από 50% (πίνακας 2), ενώ η χωρική διαφοροποίηση του δείκτη αντανακλά μια μετατόπιση της γεννητικότητας από την περιφέρεια που ήταν η παραδοσιακή δημογραφική δεξαμενή της χώρας μας προς τα αστικά κέντρα (πίνακας 3). Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα και τη μείωση (γύρω στο 50% από το 1971) των πολύτεκνων οικογενειών. Ο δεύτερος και σπουδαιότερος συντελεστής είναι αυτός της γονιμότητας, ο οποίος αναφέρεται στον μέσο όρο των παιδιών που γεννιούνται από γυναίκες που βρίσκονται στην αναπαραγωγική ηλικία και ο οποίος από 2,1 που ήταν το 1980 (ίσος με την οριακή τιμή για την αντικατάσταση των γενεών) μειώθηκε στο 1,3 το 1999. Η μείωση αυτή δηλώνει σαφώς ότι ο συνολικός ελληνικός πληθυσμός οδηγείται σε μείωση. Θνησιμότητα – γήρανση.Από την άλλη πλευρά, οι θάνατοι αυξήθηκαν σταδιακά σε όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, φθάνοντας τις 103.000 το 1999, από 53.000 που ήταν το 1950 (πίνακας 4). Αντίστοιχα, η αύξηση των θανάτων επί 1.000 κατοίκων (συντελεστής θνησιμότητας), ενός πιο αντιπροσωπευτικού δείκτη, δείχνει μια αύξηση μεταπολεμικά, της τάξης του 39% (πίνακας 4). Στην αύξηση αυτή συμβάλλουν ενεργά και τα τροχαία ατυχήματα με 2.000 νεκρούς ετησίως, στους οποίους προστίθενται άλλοι 2.000 θάνατοι από τους 40.000 τραυματισμένους που υποκύπτουν στα τραύματά τους. Εκείνο όμως που είναι σημαντικότερο είναι ότι η αύξηση των θανάτων δεν οφείλεται στην αύξηση της νοσηρότητας του πληθυσμού, αλλά είναι αποτέλεσμα της γήρανσης του πληθυσμού. Το στοιχείο αυτό αποτελεί την άλλη όψη του δ.π. και η οποία αυξήθηκε υπέρμετρα τα τελευταία χρόνια. Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αύξηση, σχεδόν τριπλασιασμός, του ποσοστού των ηλικιωμένων ατόμων άνω των 65 ετών (γήρανση), που σημειώθηκε τα μεταπολεμικά χρόνια (από 6,5% το 1951 σε 12,7% το 1981 και 17,2% το 1999) οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μείωση –σχεδόν υποδιπλασιασμό– της νεανικότητας του πληθυσμού (το ποσοστό νέων κάτω των 14 ετών μειώθηκε από 28,8% το 1951 σε 15,2% το 1999) και όχι τόσο στην αύξηση της προσδοκώμενης ζωής, με αποτέλεσμα, ενώ το 1950 οι νέοι ήταν υπερτετραπλάσιοι των ηλικιωμένων, σήμερα να είναι κατά 11% λιγότεροι (πίνακας 5). Μετανάστευση. Όλα τα παραπάνω δεδομένα θα πρέπει να αξιολογηθούν λαμβάνοντας υπόψη τον παράγοντα της μετανάστευσης, που άσκησε σημαντικό ρόλο στις πληθυσμιακές εξελίξεις της χώρας κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Η εξωτερική μετανάστευση κατά τις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες συνέβαλε στη γήρανση και στην αποδυνάμωση του πληθυσμού της Ελλάδας, αφήνοντας ένα σημαντικό πληθυσμιακό έλλειμμα, αφού αποστέρησε τη χώρα από νέους ανθρώπους και επισώρευσε ηλικιωμένους και ανενεργούς εργασιακά. Από τη δεκαετία του 1990, όμως, παρατηρήθηκαν σημαντικές αλλαγές στις μεταναστευτικές κινήσεις, που μεταβάλλουν τη δημογραφική εξέλιξη της Ελλάδας. Παρατηρείται, δηλαδή, εξισορρόπηση του εξωτερικού μεταναστευτικού ρεύματος από τους παλιννοστούντες Έλληνες, ενώ σημειώθηκε και μεγάλη αύξηση των αλλοδαπών μεταναστών. Πιο συγκεκριμένα, διάφορες πηγές δείχνουν ότι η μετανάστευση για τη δεκαετία 1961-70 παρουσιάζει ένα έλλειμμα περίπου 460.000 ατόμων, τη δεκαετία 1971-80 το έλλειμμα διαδέχεται ένα πλεόνασμα 330.000 παλιννοστούντων, τη δεκαετία 1981-90 η θετική μετανάστευση ανέρχεται σε περίπου 250.000 άτομα, ενώ για την περίοδο 1991-2000 το πλεόνασμα ανέρχεται σε 290.000 άτομα. Τέλος, σήμερα οι μετανάστες εκτιμώνται στον αριθμό των 730.000 ατόμων. Πρέπει να σημειωθεί ότι η αύξηση του πληθυσμού της Ελλάδας κατά 679.705 άτομα μεταξύ 1991 και 2001 οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στη μετανάστευση, αφού η διαφορά των γεννήσεων από τους θανάτους για τη δεκαετία αυτή είναι της τάξης των 25.000 ατόμων (πίνακας 7). Σε ό,τι αφορά την εσωτερική μεταναστευτική κίνηση την ίδια χρονική περίοδο, δεν επηρέασε άμεσα τη συνολική εξέλιξη του πληθυσμού, αφού αυτή, όπως προαναφέρθηκε, καθορίστηκε σχεδόν αποκλειστικά από τη γεννητικότητα-γονιμότητά του. Κοινωνικά-δημογραφικά φαινόμενα.Παράλληλα προς αυτά τα αμιγώς δημογραφικά γεγονότα, θα πρέπει να αναφερθούν οι σημειούμενες αλλαγές σε κοινωνικά-δημογραφικά φαινόμενα, όπως είναι η γαμηλιότητα, που στην Ελλάδα καθορίζει σχεδόν αποκλειστικά τη γονιμότητα των μητέρων, αφού σχεδόν το σύνολο των γεννήσεων συμβαίνει μέσα στον γάμο. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σημαντική μείωση του αριθμού των τελούμενων γάμων σε πανελλήνια κλίμακα. Συγκεκριμένα, ενώ κατά τη δεκαετία 1961-70 ο μέσος ετήσιος αριθμός ήταν 72.100 γάμοι ή 8,4 γάμοι ανά 1.000 κατοίκους, κατά τη δεκαετία 1981-90 ο μέσος ετήσιος αριθμός μειώθηκε σε 68.400 ή 6,8 γάμους ανά 1.000 κατοίκους. Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (1999) δείχνουν ότι τόσο ο αριθμός (61.165 γάμοι) όσο και ο δείκτης γαμηλιότητας (5,47) έχουν ελαττωθεί σημαντικά (πίνακας 6), ενώ τέλος παρατηρείται σταδιακή αύξηση της ηλικίας των νυμφευμένων. Επίσης, θα πρέπει να επισημανθεί η μεγάλη αύξηση του αριθμού των διαζυγίων, που από 5 διαζύγια ανά 100 γάμους στη δεκαετία του 1960, έφτασαν σε μία δεκαετία στα 10 διαζύγια ανά 100 γάμους, ενώ τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι η άνοδος συνεχίστηκε με περίπου 13 διαζύγια ανά 100 γάμους στο τέλος της δεκαετίας του 1980 και 15 διαζύγια ανά 100 γάμους στη δεκαετία του 1990. Φυσική κίνηση. Αυτό που έχει τελικά σημασία, όμως, είναι η φυσική αύξηση του πληθυσμού. Πραγματικά, τα στοιχεία για τη φυσική κίνηση (υπεροχή γεννήσεων έναντι των θανάτων) δείχνουν μία συνεχή πτωτική πορεία με ιδιαίτερα έντονη μείωση στη δεκαετία του 1980, με αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια να έχει διαμορφωθεί αρνητική τιμή, δηλαδή να παρουσιάζεται μείωση του ελληνικού πληθυσμού (πίνακας 7). Όμως, το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της φυσικής κίνησης του πληθυσμού είναι η ανησυχητική γεωγραφική κατανομή της. Συγκεκριμένα, για το 1999, από τα δέκα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας, τα επτά παρουσίαζαν αρνητική κίνηση, ένα (Κρήτη) ελαφρά θετική και μόνο η περιφέρεια της πρωτεύουσας και της Μακεδονίας (ουσιαστικά ο νομός Θεσσαλονίκης) επέδειξαν ουσιαστική αύξηση του πληθυσμού τους. Η δημιουργία αυτού του δίπολου πληθυσμιακής κίνησης (θετική στην πρωτεύουσα και στη Θεσσαλονίκη και ουσιαστικά αρνητική στην υπόλοιπη Ελλάδα) αναμφίβολα έχει σημαντικές επιπτώσεις σε όλους τους τομείς. Υπό τις συνθήκες αυτές και με βάση τα τελευταία αποτελέσματα για τη θνησιμότητα και τη γονιμότητα του πληθυσμού της Ελλάδας, μπορούμε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να προβλέψουμε την εξελικτική του πορεία. Έτσι, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η θνησιμότητα θα παραμείνει σταθερή στο επίπεδο των ειδικών συντελεστών θνησιμότητας της δεκαετίας του 1990, αφού η μείωση της βρεφικής θνησιμότητας αναμένεται να εξισορροπηθεί από τη μικρή αύξηση των θανάτων στα παραγωγικά κλιμάκια των ηλικιών, λόγω καρδιαγγειακών παθήσεων, νεοπλασιών κλπ., που είναι αποτέλεσμα της παθογενούς επίδρασης του περιβάλλοντος. Μπορούμε, επίσης, να θεωρήσουμε ότι είναι δυνατόν η γονιμότητα να επανακάμψει στο επίπεδο του 1980 (γονιμότητα που επιτρέπει την ανανέωση των γενεών) ή ακόμη του 1985 (1,6 παιδιά ανά γυναίκα), με την άσκηση παρεμβατικής δημογραφικής πολιτικής (οι υποθέσεις αυτές είναι μάλλον αισιόδοξες σε σχέση με τις σημειούμενες εξελίξεις, γίνονται όμως αποδεκτές σε συνδυασμό με τη γενικότερη προσπάθεια αναστροφής της μειωτικής τάσης) ή τουλάχιστον να βελτιωθεί οριακά στα επίπεδα του 1990. Τέλος, μπορούμε να αποδεχθούμε τη συμπληρωματική υπόθεση ότι δεν θα σημειωθεί κάποια νέα έξαρση της μετανάστευσης. Με βάση αυτές τις προϋποθέσεις και με την εφαρμογή μίας από τις διεθνώς αποδεκτές μεθοδολογίες, οι ενδείξεις που προκύπτουν είναι αρκετά ζοφερές, σε σημείο που μπορούν να χαρακτηριστούν ως πληθυσμιακή κατάρρευση της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, για το 2050 και με βάση τον αναμενόμενο συντελεστή γονιμότητας (σ.γ.) προβλέπονται τα εξής: Σενάριο Α (σ.γ.: 2,1) ≈ 11.000.000 άτομα Σενάριο Β (σ.γ.: 1,6) ≈ 7.600.000 άτομα Σενάριο Γ (σ.γ.: 1,4) ≈ 7.200.000 άτομα Αίτια της δημογραφικής εξέλιξης. Παρότι οι ειδικοί δεν συμφωνούν απόλυτα για το κύριο αίτιο της αρνητικής δημογραφικής εξέλιξης, εντούτοις αναμφίβολα μπορούμε να επισημάνουμε πως οι πιο σοβαρές αιτίες και η απαρχή των φαινομένων αυτών υπήρξαν η μετανάστευση και η αστυφιλία, που αντανακλούν μια συγκεκριμένη αναπτυξιακή προσέγγιση. Αντίθετα, οι αφορμές και οι δευτερεύουσες αιτίες είναι πολλές. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε τις εξής: Η εγκατάλειψη των γεωργικών εργασιών και του αγροτικού περιβάλλοντος. Με την αποδυνάμωση των αγροτικών περιοχών η χώρα αποστερήθηκε πλέον της δημογραφικής της δεξαμενής, όπως εύστοχα χαρακτηρίστηκε. Το αστικό περιβάλλον. Οι συνθήκες στέγασης στις πόλεις δεν επιτρέπουν την ανάπτυξη πολυμελών οικογενειών. Η απασχόληση της γυναίκας. Οι ευνοϊκότερες συνθήκες για την απασχόληση της γυναίκας έξω από το σπίτι, σε επαγγέλματα που ελάχιστα ευνοούν την απόκτηση παιδιών, επηρεάζουν σημαντικά την υπογεννητικότητα. Δυστυχώς, δεν δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες εκείνες συνθήκες, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η εργαζόμενη μητέρα που θέλει να αποκτήσει και άλλα παιδιά. Τα νέα πρότυπα ζωής. Η επικράτηση νέων προτύπων ζωής, ιδιαίτερα στις πόλεις, αλλά και στις αγροτικές περιοχές, όπου προέχει πλέον η ικανοποίηση καταναλωτικών αναγκών. Οι συνθήκες για τα νέα ζευγάρια. Η κοινωνική και οικονομική ανασφάλεια πολλών νέων ζευγαριών στα αστικά κέντρα, με κύριο παράγοντα την ανεργία, σε αντιδιαστολή με τη μόνιμη απασχόληση στον αγροτικό χώρο. Οι εισοδηματικοί περιορισμοί. Οι περιορισμοί αυτοί προέρχονται και από τις ανάγκες για την ανατροφή των παιδιών. Η μικρή αύξηση του πραγματικού εισοδήματος τα τελευταία χρόνια θεωρείται ανεπαρκέστατη για την κάλυψη των επιπλέον αναγκών που προκύπτουν από τη γέννηση και κυρίως την ανατροφή των παιδιών. Οι βρεφονηπιακοί σταθμοί. Η έλλειψη ενός συστήματος βρεφονηπιακών σταθμών φαίνεται ότι επιδρά ανασταλτικά στην επιθυμία των γυναικών για την απόκτηση παιδιών. Προβλήματα. Τα φαινόμενα αυτά θα έχουν σημαντικές και άμεσες επιπτώσεις, αν και δεν είναι ακόμη ορατές σε όλους τους τομείς της ζωής μας. Πιο συγκεκριμένα: Παιδεία. Οι δημογραφικές εξελίξεις, όπως εκφράζονται στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, δείχνουν ότι χιλιάδες λιγότερα παιδιά φοιτούν κάθε χρόνο στα δημοτικά σχολεία. Τη δεκαετία 1991-2001 οι μαθητές μειώθηκαν κατά 20%, από 1.231.358 σε 1.001.613, με αποτέλεσμα εκατοντάδες οργανικές θέσεις δασκάλων να καταργούνται και φυσικά δεκάδες σχολεία να εγκαταλείπονται, ιδιαίτερα στις παραμεθόριες και ορεινές περιοχές της χώρας. Προκύπτει, επομένως, η ανάγκη για έναν ευρύτατο σχεδιασμό συγκέντρωσης και μεταφοράς των μαθητών από τα διάφορα υποβαθμισμένα –από δημογραφική άποψη– χωριά στα κεφαλοχώρια και στις πόλεις. Συγχρόνως απαιτείται η επαναχωροθέτηση πολλών σχολείων, ώστε να ελαχιστοποιηθεί αφενός ο χρόνος μετακίνησης των μαθητών και αφετέρου το απαιτούμενο διδακτικό προσωπικό. Πρόσθετη συνέπεια είναι η ευρύτατη ανεργία των δασκάλων, αφού ένα μεγάλο ποσοστό από τους απασχολούμενους σήμερα θα βρεθούν χωρίς αντικείμενο εργασίας στο μέλλον. Ανάλογα στοιχεία υπάρχουν και για τους νηπιαγωγούς, που αντιμετωπίζουν πρώτοι απ’ όλους τα προβλήματα της ανεργίας, ενώ σύντομα θα ακολουθήσουν και οι καθηγητές των γυμνασίων και των λυκείων. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι στο εκπαιδευτικό σύστημα, λόγω της μεγάλης εισροής μεταναστών, που χαρακτηρίζονται από υψηλή γονιμότητα, παρατηρείται μια πολυπολιτισμική διαφοροποίηση. Υπολογίζεται ότι το 10% των μαθητών που φοίτησαν στα σχολεία της χώρας μας το ακαδημαϊκό έτος 2000-2001 αντιστοιχεί σε παιδιά μεταναστών. Υγεία. Μία δεύτερη σημαντική μεταβολή θα είναι η υπέρμετρη αύξηση της ποσοτικής και ποιοτικής ζήτησης για περίθαλψη των ηλικιωμένων. Πρέπει να σημειωθεί ότι το κόστος της περίθαλψης των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών είναι 5 φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο του συνολικού πληθυσμού και 15 φορές από τον νεανικό πληθυσμό, ενώ η περίθαλψη υπερηλίκων άνω των 80 ετών είναι τουλάχιστον διπλάσια από αυτή για το σύνολο των ηλικιωμένων. Γενικά, για κάθε ευρώ που δαπανάται για την περίθαλψη των νέων, δαπανώνται 5, 15 και 30 ευρώ για τους ενήλικες, τους ηλικιωμένους και τους υπερήλικες αντίστοιχα. Αν ληφθεί υπόψη η αναμενόμενη αύξηση του προσδοκώμενου ορίου ζωής, όπως υποστηρίζει ένας μεγάλος αριθμός δημογράφων, τότε γίνεται αμέσως αντιληπτή η αύξηση των δαπανών που θα απαιτηθούν για την περίθαλψη των κατοίκων της χώρας μας και τις αναπροσαρμογές στον οικονομικό σχεδιασμό που θα καταστούν αναγκαίες. Πρόνοια-ασφάλεια. Η παρατηρούμενη μείωση του πληθυσμού και η συνακόλουθη αύξηση του συντελεστή αντικατάστασης (πλήθος ατόμων ηλικίας 60-64 ετών προς το πλήθος ατόμων ηλικίας 10-14 ετών), εξηγεί τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί και θα εξακολουθήσουν να δημιουργούνται στους ασφαλιστικούς οργανισμούς και στα συνταξιοδοτικά ταμεία, στα οποία ισχύει το αναδιανεμητικό σύστημα. Και αυτό γιατί ο αριθμός των νέων συνταξιούχων θα αυξάνει συνεχώς σε σχέση με τον αριθμό των νέων εργαζομένων, που αντίστοιχα θα παραμένει σταθερός και σύντομα θα αρχίσει να μειώνεται (το έτος 2000 οι εργαζόμενοι αυξήθηκαν μόλις κατά 1,3% ενώ οι συνταξιούχοι κατά 6%). Οι συνθήκες αυτές θα ακολουθήσουν δραματική εξέλιξη στο μέλλον, όταν θα αρχίσει να μειώνεται το παραγωγικό δυναμικό με πιο έντονους ρυθμούς, ενώ θα αυξάνει συνεχώς το πλήθος των συνταξιούχων, τόσο με τους νέους συνταξιούχους όσο και με την παράταση της ζωής των παλαιότερων. Ενδεικτικό του μεγέθους του προβλήματος είναι ότι για το σύνολο των εργαζομένων του έτους 2000 η αναλογία συνταξιούχων-ασφαλισμένων ήταν 1:1,81. Στον μεγαλύτερο ασφαλιστικό οργανισμό της χώρας μας, το ΙΚΑ, η αναλογία ήταν 1:2,25, ενώ στο δημόσιο η ίδια αναλογία ήταν πρακτικά 1:1. Οι αναλογίες αυτές αναμένεται να επιδεινωθούν, ενώ για την ομαλή οικονομική πορεία των ασφαλιστικών οργανισμών, σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, η αναλογία πρέπει να είναι 1:4,5. Κοινωνικά. Ακόμα, θα πρέπει να αναφερθεί ότι, εκτός από την οικονομική διάσταση του προβλήματος, υπάρχει και η κοινωνική, αφού η συρρίκνωση του αριθμού των γεννήσεων και η μείωση της νεανικότητας του πληθυσμού, σε συνδυασμό με την αστυφιλία, θα δημιουργήσουν νέες συνήθειες, όπως η αλλαγή της καταναλωτικής συμπεριφοράς και της διαβίωσης, νέες αντιλήψεις για τη ζωή και την ψυχαγωγία και άλλες μορφές απασχόλησης (π.χ. μερική ή περιστασιακή). Ένοπλες δυνάμεις. Για τις ένοπλες δυνάμεις, λόγω της φύσης της αποστολής τους, ο ανθρώπινος παράγοντας είναι το πιο βασικό και σημαντικό στοιχείο. Οι δημογραφικές εξελίξεις έχουν ως αποτέλεσμα η τάξη των στρατευσίμων να μειώνεται ετησίως κατά 4.000-5.000 άνδρες και, σύμφωνα με έγκυρες εκτιμήσεις, ο συνολικός αριθμός των στρατευσίμων σε περίοδο ειρήνης υπολείπεται τουλάχιστον κατά 15.000 άνδρες. Είναι προφανές ότι οι επιχειρησιακές δυνατότητες των ενόπλων δυνάμεων περιορίζονται από το δ.π. και η κατάσταση θα επιδεινωθεί, καθώς η σημερινή υπογεννητικότητα θα έχει ως συνέπεια τη μείωση του αριθμού των μελλοντικών στρατευσίμων. Οι επιπτώσεις του δημογραφικού προβλήματος παρατηρούνται έντονα στην πρωτεύουσα, καθώς τις τελευταίες δεκαετίες εισρέουν καθημερινά σε αυτή δεκάδες εσωτερικών και εξωτερικών μεταναστών. Κάτοικοι της Λακωνίας, εγκατέλειψαν τις γενέτειρές τους και μετανάστευσαν για να αναζητήσουν καλύτερες συνθήκες ζωής που δεν ζούσαν στον τόπο τους. Έτσι, σημειώθηκε έντονη μείωση πληθυσμού, που όξυνε το δημογραφικό πρόβλημα. Το δημογραφικό πρόβλημα υφίσταται έντονο και στον νομό Ξάνθης όπου κυριαρχεί μείωση του πληθυσμού. Χωριά του νομού, αριθμούν έως πέντε κατοίκους. Στην Ήπειρο, βιώθηκε έντονα το δημογραφικό πρόβλημα κατά την μεταπολεμική περίοδο. Κάτοικοι χωριών της Πίνδου, μετανάστευαν μαζικά προς το εξωτερικό για να αναζητήσουν εργασία που δεν μπορούσε να τους προσφέρει το ορεινό και φτωχό έδαφος της περιοχής. Η Γαύδος είναι ένα από τα ακριτικά νησιά της Ελλάδας που βιώνουν έντονα το δημογραφικό πρόβλημα. Παραλιακός δρόμος στο Καστελόριζο, το ανατολικότερο από τα Δωδεκάνησα, μόλις 2 χλμ. από τη μικρασιατική ακτή (φωτ. Κ. Ραφαηλίδη).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • δημογραφικός — ή, ό I. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δημογραφία («δημογραφικές μελέτες») 2. φρ. «δημογραφικό πρόβλημα» αντιμετώπιση τών αναγκών που προκύπτουν από δυσανάλογη αύξηση ή μείωση τού πληθυσμού II. επίρρ. δημογραφικά και δημογραφικός 1. σε… …   Dictionary of Greek

  • θνησιμότητα — Η αναλογία θανάτων σε έναν πληθυσμό σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Συνήθως η θ. υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των θανάτων ανά 1.000 κατοίκους στη διάρκεια ενός έτους. Η θ. μεταβάλλεται στον χώρο και στον χρόνο και εξαρτάται από πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • Γρενάδα — Επίσημη ονομασία: Γρενάδα Έκταση: 344 τ. χλμ. Πληθυσμό 89.211 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σεντ Τζορτζ (4.410 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική. Βρίσκεται βόρεια του Τρινιντάντ και Τομπάγκο και βρέχεται Δ από …   Dictionary of Greek

  • δημογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη δημογραφία: Στις χώρες όπου δε γεννιούνται πολλά παιδιά, υπάρχει δημογραφικό πρόβλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”